ψηλαρμενίζω

ψηλαρμενίζω
Ν
1. αρμενίζω ψηλά, πετώ
2. μτφ. υπερηφανεύομαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλά + αρμενίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψηλαρμενίζω — περηφανεύομαι, μεγαλοπιάνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”